Η κοινωνία ενάντια στη γραφειοκρατία – 3 συνεντεύξεις

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το έργο του φιλοσόφου της αυτονομίας Κορνήλιου Καστοριάδη, με το ασυνήθιστα πολύπλευρο εύρος του, τον καθιστά έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Ίσως ο κυριότερος λόγος για τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε κοινωνικά κινήματα να ασχοληθούν ενεργά με τη σκέψη του Καστοριάδη να είναι η επαναστατική πολιτική του πρόταση. Από την αρχή της συμμετοχής του στις πολιτικές υποθέσεις, το κύριο ζήτημα που τον απασχολούσε ήταν το ζήτημα της ριζικής ενδυνάμωσης των ανθρώπων. Αυτός αποτέλεσε και έναν από τους λόγους ρήξης του με τις διάφορες κομμουνιστικές και μαρξιστικές οργανώσεις, μέσα από τις οποίες πέρασε κατά τα πρώτα χρόνια πολιτικοποίησής του – ένιωσε ότι όλες τους αντιμετώπιζαν τον πολίτη σαν απλό οπαδό και ψηφοφόρο. Σύμφωνα όμως με την πολιτική σκέψη του Καστοριάδη, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Μόνο εάν οι ίδιοι οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική επανάσταση. Επανάσταση που σχετίζεται με τον συνειδητό συλλογικό μετασχηματισμό των κεντρικών πολιτικών θεσμών μιας κοινωνίας, μέσω της ρητής συμμετοχής της κοινωνίας αυτής και όχι με κάποια φανταστική «ανατίναξη» της πραγματικότητας. Στις επόμενες γραμμές θα σκιαγραφήσουμε μερικά από τα κύρια στοιχεία του πολιτικού έργου του Καστοριάδη.

Αρχές και αξίες της δημοκρατίας

Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη διαποτίζεται από την αξία της αυτονομίας και της αυτόνομης κοινωνίας, η οποία στη σκέψη του έχει ως βασική προϋπόθεση το πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας. Προσπάθησε δε σε αρκετά κείμενά του να διευκρινίσει και να απαλλάξει την άμεση δημοκρατία από περιττές συγχύσεις, αναδεικνύοντας τα νοήματά της, σεβόμενος όμως την ιστορία της και τις έμπρακτες μορφές της. Στράφηκε στην Αθηναϊκή Δημοκρατία ως σπέρμα του προτάγματος μιας αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας, αναγνωρίζοντας ρητά τα όριά της που αφορούν θεσμισμένες ανισότητες, τα οποία σύμφωνα με την άποψή του ξεπερνά το νεωτερικό όραμα της αυτόνομης ανθρωπότητας. Άμεση δημοκρατία είναι, λοιπόν, η κυριαρχία του δήμου με κύριο όργανο τη συνέλευση των πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν όλοι άμεσα στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη διαμόρφωση και στην απονομή δικαίου. Η συμμετοχή αυτή ορίζει τη βασική αξία της πολιτικής ελευθερίας: κυριαρχία των πολιτών, όχι των πολιτικών, όχι των κομμάτων και των γραφειοκρατικών μηχανισμών· των πολιτών που είναι υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενά της. Μία δημοκρατία χωρίς δήμο, χωρίς κυριαρχία όλων των πολιτών, είναι αδύνατη.

Από αυτά προκύπτουν ορισμένα βασικά πολιτικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας:

  1. Ο δήμος σε αντίθεση προς τους αντιπροσώπους. Η απουσία, δηλαδή, του θεσμού της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης, που παραχωρεί την εξουσία στους αντιπροσώπους αφαιρώντας την από την κοινωνική βάση. Όλοι οι πολίτες συμμετέχουν άμεσα και αυτοπροσώπως, έχουν την ίδια δύναμη με βάση την αρχή της πολιτικής και κοινωνικής ισότητας.
  2. Η αντίθεση του δήμου προς τους δήθεν ειδικούς της πολιτικής. Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη ότι υπάρχουν «ειδικοί», «επιστήμονες», επαγγελματίες των πολιτικών πραγμάτων, χλευάζει κάθε προσπάθεια απελευθερωτικής προοπτικής. Άρα, η αντίθεση προς τους επαγγελματίες πολιτικούς και τα κόμματα εδράζεται στην αντίληψη της πολιτικής (la politique) ως τον ρητό μετασχηματισμό των κοινωνικών θεσμών με την άμεση συμμετοχή των πολιτών, της θεσμίζουσας κοινωνίας, πέρα από το παραδοσιακό πολιτικό πεδίο της θεσμισμένης διαχείρισης της εξουσίας.
  3. Η αντίθεση της κοινότητας προς το Κράτος. Η ιδέα μιας μόνιμης γραφειοκρατίας, δηλαδή ενός θεσμού και ενός σώματος διακεκριμένου και χωρισμένου από το σώμα των πολιτών είναι αδιανόητη. Κάτι τέτοιο δημιουργεί από τη φύση του μία μόνιμη συνθήκη διαφθοράς και διακρίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα ελάχιστη σχέση έχουν με τη δημοκρατία· είναι «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», όπως τις ονομάζει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης.
  4. Η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Η πολιτική, ως πεδίο δημιουργίας και επικύρωσης των κυρίαρχων θεσμών, διαμορφώνει και το πεδίο του οικονομικού – ακόμη και όταν το τελευταίο μοιάζει αυτονομημένο και ανεξέλεγκτο. Γνωρίζουμε πως η οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει δίχως πολιτική νομιμοποίηση, ενώ η επαναστατική ρήξη μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε κοινωνικό πεδίο, χωρίς το κλασικό πεδίο της παραγωγής και της εργασίας να είναι απαραίτητα το προνομιούχο. Ο Καστοριάδης αρνείται τον μαρξικό διαχωρισμό της κοινωνικής ολότητας σε υποδομή και υπερδομή, καθώς διαπιστώνει τη διείσδυση των κεντρικών κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, του θεσμισμένου νοήματος, σε κάθε κοινωνική λειτουργία και συμπεριφορά. Όπως δηλώνει σε μία εκ των συνεντεύξεων του παρόντος βιβλίου, «αν το επαναστατικό πρόγραμμα είναι πράγματι αυτό που εννοούμε –που σημαίνει ότι αφορά όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής–, όχι μόνο οι εργαζόμενοι, αλλά πρακτικά όλοι οι άνθρωποι στην κοινωνία εμπλέκονται σε αυτό». Ωστόσο, αξίζει να τονίσουμε ότι ο Καστοριάδης επιμένει μέχρι τέλους στην αρχή της εξίσωσης των μισθών, όπως διαβάζουμε και στη δεύτερη συνέντευξη του παρόντος βιβλίου, τονίζοντας πως η οικονομική ανισότητα θα γεννήσει εκ νέου τη θεσμισμένη ετερονομία ακόμη και σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Θεσμοί και θέσμιση

Η βασική αρχή της δημοκρατίας πραγματοποιείται όταν η κοινωνία έχει τη δυνατότητα να εκφραστεί και να πράξει μέσα από τους θεσμούς της. Φυσικά, ο θεσμός στη δημοκρατική κοινωνία εννοείται με την έννοια της δημιουργίας από-τα-κάτω, δηλαδή ως θεσμός έπειτα από κοινωνική συνεύρεση, διαβούλευση και συνεργασία. Άρα δεν σημαίνει γραφειοκρατική δομή, αλλά μια οργανωμένη επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική που επιτρέπει συλλογικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Μία κοινωνία χωρίς θεσμούς είναι αδιανόητη, ενώ χωρίς Kράτος είναι νοητή – υπήρξε άλλωστε στην Iστορία. Σήμερα, η γραφειοκρατία, το κράτος, τα κόμματα, οι εκλογές, οι αντιπρόσωποι και τα κοινοβούλια δεν επιτρέπουν στην κοινωνία να εκφραστεί και να συμμετάσχει. Αντιθέτως, οι πιο πάνω θεσμοί αλλοτριώνουν, εμποδίζουν, αλλοιώνουν τη βούλησή της, είναι θεσμοί ενός ολιγαρχικού και καπιταλιστικού συστήματος που εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντά του. Μόνο μέσα στους θεσμούς που θα ιδρύσει η ίδια η κοινωνία, θα μπορέσει αυτή να ενημερωθεί ουσιαστικά, να εκφραστεί, να διαβουλευτεί, να λάβει αποφάσεις, να γίνει δηλαδή υπεύθυνη, να αναλάβει τις ευθύνες της. Η δημοκρατία είναι η ρητή και διαυγασμένη συλλογική αυτοθέσμιση.

Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια του θεσμού και τη θεσμίζουσα κοινωνία χρειάζεται να στραφούμε στην ανάλυσή τους, η οποία έχει κεντρική σημασία στο έργο του Καστοριάδη. Απόδειξη αποτελεί ότι το μείζον έργο του έχει τίτλο Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Σε αυτό εξετάζει κυρίως τον θεσμό και τη θέσμιση, πράγμα που συνεχίζεται και σε άλλα του έργα. Υποστηρίζει πως το ανθρώπινο είδος, ριζικά ανίκανο για τη ζωή, επιβιώνει δημιουργώντας την κοινωνία και τον θεσμό. Ο θεσμός είναι που επιτρέπει στην ψυχή να επιβιώσει, επιβάλλοντάς της την κοινωνική μορφή του ατόμου, προτείνοντας μία άλλη πηγή και μία άλλη τροπικότητα του νοήματος: την κοινωνική φαντασιακή σημασία.

Πράγματι, η κοινωνία δεν είναι απλώς ένα σύνολο πολλών ατόμων, αλλά ένας θεσμός κοινωνικοποίησης και ένα μάγμα φαντασιακών σημασιών που διαμορφώνουν, διαμορφώνονται και πραγματώνονται μέσω των ατόμων. Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να προσεγγιστεί με ψυχολογικούς όρους, ενώ στη δεύτερη ως φαντασιακή θέσμιση, πράγμα που καταλήγει στην άρρηκτη αλληλεπίδραση της ατομικής ψυχής με το κοινωνικό φαντασιακό. Το κοινωνικοποιημένο άτομο είναι η συνειδητή επιφάνεια που δημιουργεί την ιστορικότητά του, την προσωπικότητά του και το νόημα της ζωής του μέσα από την ενεργή, μα ασυνείδητη, αλληλεπίδραση των ψυχικών του ενορμήσεων με τις κυρίαρχες κοινωνικές φαντασιακές σημασίες. Δηλαδή, μια κοινωνία αποκτά ταυτότητα και αυτοπροσδιορίζεται όχι μόνο από το πλήθος των ανθρώπων, αλλά από το ανώνυμο κοινωνικό φαντασιακό: η κοινωνία είναι σε θέση να σχεδιάζει το μέλλον της και έχει τη θέληση να υπάρχει σύμφωνα με τις δικές της φαντασιακές σημασίες. Η αυτόνομη κοινωνία έχει φυσικά τις δικές της σημασίες που της προσιδιάζουν και διατυπώθηκαν συνοπτικά και ενδεικτικά στην αρχή.

Παρομοίως, ένα αυτόνομο άτομο χαρακτηρίζεται από τον αναστοχασμό, τη διαβεβουλευμένη δράση και την ικανότητα κριτικής τόσο των ψυχικών του ενορμήσεων όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Μα έτσι, το αυτόνομο άτομο προϋποθέτει επίσης έναν ελεύθερο δημόσιο χώρο και έναν ελεύθερο δημόσιο χρόνο, θεσμούς ελευθερίας, ισότητας και κοινωνικοποίησης που να επιτρέπουν την αυτόνομη αλληλεπίδρασή του με τους άλλους – πράγματα που σήμερα συρρικνώνονται όλο και περισσότερο. Όπως τονίζει ο Καστοριάδης, η ατομική μας αυτονομία προϋποθέτει την κοινωνική αυτονομία και εδράζεται, συνεπώς, στην αναγνώριση της αυτονομίας του άλλου ως απαραίτητη για την αυτονομία του ατόμου. Για να μπορούμε να θέτουμε ελεύθερα τον νόμο, θα πρέπει να μπορούμε ισότιμα να συμμετέχουμε στους θεσμούς που παράγουν τον νόμο, τόσο ως θεσμική πραγματικότητα όσο και ως φαντασιακή σημασία. Για να μπορούμε να κρίνουμε την ατομική μας ιστορία και τις συνέπειες των πράξεών μας, θα πρέπει να υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος να κρίνουμε συλλογικά τις συνθήκες και τους θεσμούς που διαμορφώνουν την κοινή μας ιστορικότητα και το πεδίο των επιτρεπτών πράξεων. Είναι εκεί που μπορούμε να ορίζουμε και να αποτιμούμε κάθε φορά τα όριά μας και τους συλλογικούς μας στόχους, τη σχέση μας με τη φύση, ποια συμπεριφορά μας θεωρείται παραβιαστική και ποια όχι κτλ.

Θα ήταν παράλογο, επομένως, να μιλούμε για ένα κοινωνικό σώμα που αυτοθεσμίζεται, αν δεν υπάρχουν θεσμισμένες μορφές έμπρακτης και ισότιμης συμμετοχής οι οποίες να επιτρέπουν την αυτοθέσμιση. Σήμερα μπορούμε να εμπνευστούμε μέσα από τέτοιες προσπάθειες θεσμίσεων, όπως για παράδειγμα στη Ροζάβα, όπου η ισότητα των φύλων μεταφράζεται και στο ότι γυναίκες και άνδρες κατέχουν απολύτως ισότιμες θέσεις σε όλα τα όργανα λήψης αποφάσεων.

Καθώς οι διαδικασίες δεν είναι ουδέτερες αλλά άρρηκτα συνδεδεμένες με τους σκοπούς, η ενεργή συμμετοχή στις διαδικασίες και τους θεσμούς αποτελεί το σχολείο και το πανεπιστήμιο της δημοκρατίας. Στο πρόταγμα της αυτονομίας, η πολιτική πράξη συνδέεται και με μια πολιτική παιδεία, όπως εξάλλου η πράξη συνδέεται με τη γνώση και με το πάθος της γνώσης. Ο Καστοριάδης αναδεικνύει την κεντρική σημασία της φαντασίας για την ανθρώπινη ύπαρξη τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Δείχνει πως η ίδια η πραγματικότητα δημιουργείται μέσα από τα φίλτρα μετασχηματισμού της εμπειρίας σε νόημα που είναι οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, βάσει των οποίων σχηματίζουμε εικόνα του εαυτού, των άλλων και του κόσμου. Δεν ξεχνά ότι το νόημα είναι παράσταση επενδεδυμένη με πάθος που κινητοποιεί την πράξη και τονίζει πως η δημοκρατική πολιτική πράξη είναι μία εννοημένη πράξη με βάση το πάθος για την αλήθεια – ένα πάθος που μόνο ο ελεύθερος, ισότιμος και υπεύθυνος δημόσιος διάλογος μπορεί να εμπνεύσει. Έτσι μπορούμε να δούμε μια προοπτική για τη δημιουργία μιας ευρείας πολιτικής κουλτούρας αυτεξούσιων ατόμων που είναι, πρώτα απ’ όλα, λέκτορες των λέξεων και πράττοντες των πράξεων.

Αυτοπεριορισμός

Σε αντίθεση με τις διάφορες μορφές ετερονομίας, στις οποίες οι νόμοι και οι κανονισμοί (θεωρείται ότι) προέρχονται από εξωκοινωνικές πηγές, όπως οι καπιταλιστικές αγορές, τα έθνη-κράτη, οι θεοί, η ιστορική αναγκαιότητα κτλ., τα όρια μιας δημοκρατικής κοινότητας απορρέουν από τον αυτοπεριορισμό της μέσω της συλλογικής θέσης του νόμου. Ο Καστοριάδης παρατηρεί ότι τα θεσμικά όργανα και οι νόμοι που υποδηλώνουν τι δεν μπορεί να γίνει, αλλά και τι θα πρέπει να συμβεί, είναι αυτά που κάνουν την κοινωνία να λειτουργεί. Χωρίς τέτοιους συλλογικά ορισμένους κανονισμούς, οι κοινωνικοί δεσμοί αποσυντίθενται. Έτσι, η κοινωνία υφίσταται εκεί ακριβώς τη στιγμή που υπάρχει αυτοπεριορισμός για όλες και όλους.

Ο αυτοπεριορισμός, στο πλαίσιο της δημοκρατίας, διαμορφώνει αποφασιστικά τη σχέση μεταξύ ατομικής θέλησης και συλλογικής λήψης αποφάσεων. Μια αυτόνομη κοινωνία επιτρέπει σε όλα τα μεμονωμένα μέλη της να συμμετέχουν άμεσα στις δημοκρατικές διαδικασίες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να εκφράζουν τις απόψεις, τις ανάγκες και τις προτάσεις τους. Εδώ βρίσκεται η πιο θετική πτυχή του δημοκρατικού αυτοπεριορισμού: προδιαθέτει δυνητικά την κοινωνία να σέβεται τους νόμους της. Επιτρέποντας σε όλους τους πολίτες να συμμετέχουν στη διαμόρφωση κάθε νόμου και ρύθμισης, η άμεση δημοκρατία τούς θέτει ως τους μόνους δημιουργούς των κοινωνικών περιορισμών, καθιστώντας έτσι λιγότερο πιθανή την παραβίαση αυτών των ορίων. Λόγω του συμμετοχικού χαρακτήρα του αυτοπεριορισμού, οι πολίτες αισθάνονται σε μεγαλύτερο βαθμό τις κοινωνικές απαγορεύσεις ως δικές τους και είναι λιγότερο διατεθειμένοι να τις παραβιάσουν.

Ωστόσο, θα υπάρξουν πάντα στιγμές και ζητήματα για τα οποία δεν θα επιτευχθεί πλήρης συμφωνία και ορισμένες απόψεις θα απορριφθούν από τη συλλογική βούληση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όσοι διαφωνούν με τη ληφθείσα απόφαση θα πρέπει να συμμορφωθούν προς αυτή, ανεξάρτητα από τον βαθμό της διαφωνίας τους. Οι δημοκρατικές αποφάσεις σπανίως είναι ομόφωνες, ωστόσο μπορούμε να οργανώσουμε διαδικασίες για να δώσουμε σε όλους τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους, να γνωστοποιήσουν τις ανάγκες τους και να παρουσιάσουν επαρκώς τα επιχειρήματά τους, που ορισμένες φορές θα αντιπαρατεθούν με τη συλλογική βούληση. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι οι επιθυμίες κάποιου ατόμου δεν θα πραγματοποιηθούν, σημαίνει επίσης ότι τα άτομα θα χρειαστεί μερικές φορές να συμμορφώνονται με νόμους με τους οποίους δεν συμφωνούν. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό υποδηλώνει ένα ανεξάλειπτο στοιχείο ετερονομίας ακόμη και μέσα στην πιο αγνή και άμεση μορφή αυτόνομης κοινωνίας, όπου η κοινωνία θα χρειαστεί να βρει έναν τρόπο να επιβάλλει τις συλλογικές της αποφάσεις στα άτομα που δεν συμφωνούν και που ίσως συνεχίζουν να τις παραβιάζουν.

Είναι, ωστόσο, κρίσιμο να γίνει η διάκριση μεταξύ των αποφάσεων που λαμβάνονται χωρίς τη γνώμη όσων επηρεάζονται από αυτές και εκείνων στις οποίες όλοι οι ενδιαφερόμενοι έχουν την ευκαιρία ενεργούς συμμετοχής. Ο όρος ετερονομία αναφέρεται στις πρώτες. Και παρόλο που η αυτονομία αναφέρεται στις δεύτερες, αναπόφευκτα σημαίνει ότι μερικές φορές τα άτομα υποχρεώνονται να υπακούσουν σε νόμους που δεν θα επέλεγαν για τον εαυτό τους, διαφορετικά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για λήψη αποφάσεων. Και έχει εξίσου σημασία να διακρίνουμε πως δεν πρόκειται για τα ίδια άτομα κάθε φορά, καθώς δεν θα υπάρχουν οργανωμένες συμπαγείς «μειοψηφίες» ή «πλειοψηφίες», όπως τις κατανοούμε σήμερα· η άποψη κάποιου θα μειοψηφεί για ένα ζήτημα τη μια στιγμή, ενώ την αμέσως επόμενη θα πλειοψηφεί για κάποιο άλλο.

Η ιδέα του αυτοπεριορισμού είναι, επίσης, καίριας σημασίας όταν αναλύουμε την αντίληψη του Καστοριάδη για την πολιτική οικολογία. Ο αυτοπεριορισμός παρέχει τη βάση για να επανεξετάσουμε τον τρόπο που βλέπουμε την οικολογία. Και ενώ η κοινωνία καλείται να αντιληφθεί την οικολογία είτε ως ρομαντική, ημιμυθική «αγάπη για τη φύση», είτε ως έναν ξεχωριστό επιστημονικό τομέα, ο Καστοριάδης επιμένει ότι η οικολογία είναι, πάνω από όλα, ουσιαστικά πολιτική. Στην πρώτη περίπτωση, αντιμετωπίζεται σαν μία ατομικιστική υπόθεση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση γνωρίζουμε πως η επιστήμη είναι από μόνη της ανίκανη να θέτει τα όρια και τους στόχους της – και ούτε εξάλλου είναι αυτός ο σκοπός της. Και στις δύο περιπτώσεις δεν περιλαμβάνεται η δημοκρατική διαβούλευση που μπορεί να καθορίσει τι είναι «ορθό» και τι «λάθος».

Επομένως, η οικολογία είναι πάνω από όλα η αναγνώριση των περιβαλλοντικών ορίων των πράξεών μας και η ανάγκη αυτοπεριορισμού των ίδιων των ανθρώπινων κοινωνιών σε σχέση με το περιβάλλον, από τις εύθραυστες συνθήκες του οποίου εξαρτάται η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας. Αυτοπεριορισμός στο πλαίσιο της οικολογίας σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος που να μας προστατεύει πέρα από τον εαυτό μας. Ο αυτοπεριορισμός έρχεται να μας υπενθυμίσει την ατομική και κοινωνική μας ευθύνη προς τον εαυτό μας, τους συνανθρώπους μας και τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η αυτονομία, η αληθινή ελευθερία, είναι ο περιορισμός που είναι απαραίτητος, όχι μόνο στους κανόνες της ενδοκοινοτικής συμπεριφοράς, αλλά και στους κανόνες που υιοθετούμε στη συμπεριφορά μας προς τη φύση.

Για το βιβλίο

Έχοντας παρουσιάσει τα περιγράμματα της πολιτικής πρότασης του Καστοριάδη τα οποία θεωρούμε κρίσιμα σήμερα για μία χειραφετική προοπτική, κρίνουμε χρήσιμο να αφιερώσουμε λίγα λόγια για αυτό το μικρό βιβλίο το οποίο περιλαμβάνει τρεις σπάνιες και ιδιαίτερα επίκαιρες συνεντεύξεις του φιλοσόφου της αυτονομίας.

Το βιβλίο ξεκινά με μία συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στο Agora International που παρέμενε αμετάφραστη έως σήμερα στην Ελληνική. Σε αυτήν, ταξιδεύουμε στα πρώτα χρόνια της ζωής του φιλοσόφου και στα πρώτα πολιτικά και φιλοσοφικά ερεθίσματά του στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Μαθαίνουμε για τα πρώτα βήματα του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, το τέλος του και κάποιες σημαντικές πτυχές της διάσπασης και των εσωτερικών διαφοροποιήσεων που υπήρξαν μεταξύ των συμμετεχόντων, οι οποίες προσφέρουν ακόμη επίκαιρες επισημάνσεις για το πρόβλημα της οργάνωσης μιας συλλογικότητας. Επίσης, μας υπενθυμίζει τη σφοδρή κριτική που ασκεί στη σοβιετική Ρωσία, στη γραφειοκρατία και τη στρατοκρατία της και τα ενδιαφέροντα ερωτήματα που συνόδευσαν την τελική πτώση του εν λόγω ολοκληρωτικού καθεστώτος. Αυτό που θεωρούμε, όμως, εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ο αφοπλιστικά επίκαιρος σχολιασμός του φιλοσόφου για το ξέσπασμα του Μάη του ’68. Η στιγμή της έκρηξης που δεν καταφέρνει να μετουσιωθεί στη δημιουργία σταθερών δομών-αυτοθεσμίσεων, που θα καταργήσουν τις παλιές, αποτελεί ένα σημείο που φαίνεται να επαναλαμβάνεται τραγικά στη σύγχρονη εποχή των εξεγέρσεων. Είναι αυτό που ο ίδιος ο Καστοριάδης θα ονομάσει χαρακτηριστικά ως τη «σύγχρονη πολιτική τραγωδία».

Δυστυχώς, το ζήτημα της αυτοθέσμισης δεν έχει κατανοηθεί πλήρως από μεγάλα τμήματα της σύγχρονης ριζοσπαστικής σκέψης και πρακτικής. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε τα τελευταία να μην είναι σε θέση να αναπτύξουν συνεκτικές εναλλακτικές λύσεις, και αντίθετα να διατηρούν μια ετερόνομη σχέση με την πραγματικότητα, βασισμένη απλώς στην αντίσταση – το σύστημα δρα, το κίνημα αντιδρά. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις δειλών προσπαθειών κοινωνικής αυτοθέσμισης που έλαβαν χώρα σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Εν μέσω του εξεγερτικού κύματος που έμεινε στην ιστορία ως Αραβική Άνοιξη, ως Πλατείες στην Ευρώπη και ως Occupy στις ΗΠΑ, όλα ήρθαν αντιμέτωπα με κοινωνικές προσπάθειες για τη δημιουργία θεσμών από-τα-κάτω. Παρότι αυτές οι προσπάθειες ήταν συνήθως ημιτελείς μορφές δημόσιων συνελεύσεων –που μπορούν ανέξοδα να επικριθούν για τις αδυναμίες τους– ήταν σημαντικό ότι ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό κίνημα, με παγκόσμιες διαστάσεις, αμφισβήτησε έμπρακτα την κυριαρχία των διεφθαρμένων πολιτικών ελίτ και πρότεινε νέους θεσμούς που να επιτρέπουν τον λαϊκό έλεγχο και τη συμμετοχή. Αξίζει να αναφερθεί ότι η συνεχιζόμενη κοινωνική επανάσταση στη Ροζάβα, που φέρει πολλά δημοκρατικά χαρακτηριστικά, γεννήθηκε εν μέσω της Αραβικής Άνοιξης. Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα επιρροής μπορεί να βρεθεί στο γαλλικό κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, το οποίο για σχεδόν ενάμιση χρόνο λειτουργούσε με βάση μια συνομοσπονδία τοπικών συνελεύσεων.

Στη δεύτερη συνέντευξη, ο Καστοριάδης θέτει τα φιλοσοφικά θεμέλια του προτάγματος της αυτονομίας, διακρίνοντάς το από άλλες μεταφυσικές αντιλήψεις της ελευθερίας. Την αυτονομία όχι ως ανέφικτη ουτοπία αλλά ως ένα ιστορικό δημιούργημα που χρειάζεται να είναι υλικά δυνατό. Αναλύει τον ριζοσπαστικό και συγκροτητικό χαρακτήρα που δίνει ο ίδιος στη φαντασία σε σχέση με άλλους στοχαστές· την ικανότητα όλων μας να θέτουμε κάτι εκεί όπου δεν υπάρχει. Επιπλέον, εξηγεί πώς ενδιαφέρθηκε αρχικά για τη φιλοσοφία και πώς η τελευταία συνδέεται με την πολιτική. Προχωρώντας, τέλος, σε πιο συγκεκριμένες πολιτικές αναφορές, δηλώνει τις θέσεις του για τη σημερινή καπιταλιστική αγορά και τον κοινωνικό σχεδιασμό.

Η τρίτη και τελευταία συνέντευξη αφορά τις προοπτικές μιας πραγματικά δημοκρατικής Ευρώπης. Εδώ ο Καστοριάδης προσπαθεί να αναλύσει πώς ο καπιταλισμός και η γραφειοκρατία έχουν καταφέρει να κατακτήσουν την ήπειρο, η οποία ιστορικά υπήρξε ο τόπος εμφάνισης πρωτοδημοκρατικών εμπειριών, όπως η αθηναϊκή πόλις. Δεν περιορίζει, όμως, τη σκέψη του στις αρνητικές εξελίξεις στην περιοχή και στον ρόλο της εμφάνισης του Έθνους-Κράτους· αντιθέτως, ο ίδιος περιγράφει και σχεδιάζει τα περιγράμματα μιας πιθανής Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, η οποία θα αποτελείται από αυτοδιαχειριζόμενες πολιτικές οντότητες. Υποστηρίζει την εμφάνιση ενός ριζοσπαστικού λαϊκού κινήματος που θα αμφισβητήσει τις σημερινές κρατικές δομές και θα προωθήσει δημοκρατικές εναλλακτικές λύσεις.

Συμπερασματικά

Εκδίδουμε αυτό το μικρό βιβλίο για να συνεχίσουμε τον διάλογο με τη διαχρονικά επαναστατική σκέψη του φιλοσόφου της αυτονομίας, προσθέτοντας το μικρό μας λιθαράκι στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία με τα τόσα σημαντικά του έργα. Πιστεύουμε ότι σε αυτές τις τρεις συνεντεύξεις, όπως και στα περισσότερα άλλα έργα του, ο Καστοριάδης προσφέρει μία πολύτιμη τροφή για αναστοχασμό, που μπορεί να εμπλουτίσει και τη δική μας πολιτική σκέψη. Όπως πάντα, μας προσκαλεί να σκεφτούμε πέρα από ιδεολογικά δόγματα, έτοιμα σχέδια και αυθεντίες. Μας προσκαλεί να αναζητήσουμε έμπρακτα τις δημοκρατικές διαδρομές της αυτονομίας.

Η συντακτική ομάδα του Αυτολεξεί,

Νίκος Ιωάννου, Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη, Αλέξανδρος Σχισμένος, Γιάβορ Ταρίνσκι

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.